Γυμνάσιο Καπνοχωρίου
Αδακά ντο εποίκαν τα παιδία ασό Σοφουλάρ. Αφερίμ.!!!
Το ιατρείο της Περιστέρας το 1927
Στο βάθος δεξιά φαίνεται ο δρόμος που οδηγεί στο Βρενεζλί και μάλλον ο αχυρώνας της Τσόφης.
Οι Θρακιώτες στο Σοφουλάρ
Το Πάνιδο
Το Πάνιο ή Πάνιδο, είναι παράλια κωμόπολη της “Ανατολικής Θράκης και βρίσκεται 5 περίπου χιλιόμετρα νοτίως της Ραιδεστού στη θάλασσα της Προποντίδας. Δυτικά και Β.Δ. του Πανίδου, εκτείνονται τα Β.Α. αντερείσματα του Ιερού “Όρους (Τεκφύρ Ντάγ).
Επικοινωνεί με τη Ραιδεστό ως και τις λοιπές νοτιότερα παράλιες κωμοπόλεις Κούμβαο, Γάνος, Περίσταση κ.λ.π., με την παραλιακή οδική αρτηρία πού αρχίζει από τη Ραιδεστό και καταλήγει στο νοτιότερο άκρο της χερσονήσου της Καλλιπόλεως. Με την Κωνσταντινούπολη και τις άλλες παράλιες πόλεις της Προποντίδας επικοινωνεί τόσο με την ξηρά, όσο και με τη θάλασσα.
Είναι περιφερειακά χτισμένη σε χαρακτηριστικό λόφο πού δεσπόζει στη γύρω περιοχή κι έχει εκτεταμένη θέα προς όλες τις πλευρές και ιδίως προς τη θάλασσα. Ιστορία – προέλευση τον ονόματος. Το Πάνιο ήταν αρχαία Ελληνική πόλη και ιδρύθηκε πιθανώς τον 6ον π.Χ. αιώνα, εποχή κατά την όποια πραγματοποιείται στη Θράκη ή Ελληνική αποικιακή επέκταση και κυριαρχία. Το όνομα Πάνιο (Θράκης) αναφέρεται για πρώτη φορά στην ιστορία, κατά την περίοδο του 188-138 π.Χ. και ειδικότερα στους χρόνους των βασιλέων της Περγάμου Ευμενή του Β’ και “Αττάλου του Β’, των Φιλαδέλφων. Από την εποχή αυτή και με το όνομα Πάνιο ή Πάνιδο, αναφέρεται ως μια σημαντική πόλη της Θράκης κατά τη
Ρωμαϊκή και Βυζαντινή περίοδο και ως μια ανθηρή κωμόπολη, κατά την Τουρκοκρατία.
Continue reading
Ιστορίας ασό χωρίον – 2
Η Λισάφ και ο χτηνίατρον
Τη Δημητράκηνος η γιάγια η Λισάφ, έτον γραία άμα το τσιμίδ νατς τετρακόσια. Όντες τη Δημητράκηνος το μιλέτ εθέλνε να εφτάνε το μοσκάρ εκούιξαν το χτηνίατρον να έρτε να εφτάει “την ένεσιν” σο χτήνον. Τα βούδια έτον παρελθόν και σο Σοφουλάρ πα. Η Λισάφ επαραξενέυτεν. Πως θα εφτάμε το μοσκάρ χωρίς το βουδ? Αμά δεν κι λέα ατς.
Από σιμά έρθεν ο γιατρόν και αρωτάει ατς “πούκες εν το χτήνον ?” Λέγνα τον απές σο μαντρίν. Ο γιατρόν εσέβεν απές σο μαντρίν να εφτάει “την ένεσιν”. Την Λισάφ την καϋμέντσα εφέκεν ατέν οπίς. Η Λισάφ να σπαν.
Επέρασαν 5 λεπτά οβγόν ο μικρόν ασό μαντρίν και λεα την. Λισάφ δέβα φέρον ζεστόν νερόν για τον γιατρόν. Ντο να φτάει η μαυρέσα, έφερεν το ζεστόν το νερόν. Επέραν το νερόν απές σο μαντρίν. Η Λισάφ να σπάν, νουνίζ, ολάν μοσκάρ χωρις το βούδ πα ίενεται? Ντ’ αφορεσμένοι εν βρε, εγώ κι θα ελέπω ντο ίενεται? Αμά ντο εφτάει, επέμνεν οξουκά μίαν κι άλλο.
Επέρασαν άλλα 5 λεπτά, οβγόν ο παιδάς, Λισάφ δέβα φέρον το πεσκίρ για τον γιατρόν. Ντο να φτάει η Λισάφ, έφερεν το πεσκίρ, και τερεί απές σο μαντρίν να ελέπ ντο εφτάνε άμα το μαντρίν πολλά μακράν εν, δεν κι ελέπ. Να έρχουμαι να βοηθώ σας ρίζα’μ? Γιόκ γιόκ λέα τεν ο παιδάς. Κάθκα οξουκά.
Από λίγου οβγόν ο γιατρόν να ζητά κάτ κι άλλον. Ελέπα τον η Λισάφ και θελ να βοηθά τον, και λέα τον.
“Ρίζα’μ σο πλαν κεκά σο ντουβάρ τη μαντρί εν εναν καρφίν. Κρέμασον το παντελόνι’ς αγούρι’μ.”
Ιστορίας ασό χωρίον – 1
Ο Θυμίκας κι ο Πεκίρτς
Ο Θυμίκας έτον ασό Βρενεζλίν. Ο Πεκίρτς πα. Ο Θυμίκας αριστερόν ο Πεκίρτς με τον Καραμανλήν. Ακείνα τα χρόνια πολλά καυγάδας είχαμε σο χωρίον έμουν. Οι αριστεροί με τους δεξιούς αντάμαν σην πλατείαν επιάσκουνταν σα σέρια.
Ο Θυμίκας έτον πολλά ψιλίτικος, έτον κι έτον 1.5 μέτρον. Ο μαύρος ο Πεκίρτς έτον κοτσός και τσολάκς πα. Σην καυγάν απάν ο Θυμίκας, μω την πίστη’ς κρούει τον Πεκίρ. Λακτίζ ατόν, σαμαρέας ντενταλαπάν κλπ. Οι άλλ δεξιοί κι αριστεροί απόρεσαν. Εσταμάτησαν να κρούνε ο ένας τον άλλον και λέγνε σον Θυμίκαν.
Μω σε Θυμίκα, ντο φτάς? Αούτος κοτσός εν, τσολάκς εν, αούτον θα κρούς?
Θυμίκας: “Εγώ πα άλλον κι επορώ να κρούω, ατόν επορώ! …”